φαλλός

φαλλός
Ομοίωμα του αντρικού μορίου, που οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας. Το χρησιμοποιούσαν στις διονυσιακές και βακχικές πομπές, και το κατασκεύαζαν από ξύλο συκιάς, πηλό ή δέρμα. Στην αρχαία Αθήνα, μια γιορτή που είχε καθαρά φαλλικό χαρακτήρα αποτελούσε μέρος των Κατ’ αγρούς Διονυσίων. Οι εορταστές περιέφεραν ένα ομοίωμα φ. πάνω σε κοντάρι. Φορούσαν προσωπίδες και είχαν κρεμασμένους από το λαιμό και τη μέση τους φ., χυδαιολογώντας σε όλη τη διάρκεια της πομπής.
* * *
ο, ΝΜΑ
ομοίωμα ανδρικού γεννητικού οργάνου, που περιφερόταν σε πομπή κατά τις βακχικές γιορτές και, γενικότερα, τού απέδιδαν ιδιαίτερες τιμές ως συμβόλου τής γονιμοποιού δύναμης τής φύσης («τῷ Διονύσῳ ἑορτὴν ἄγοντες οἱ Ἕλληνες φαλλοῑς ἐτίμων αὐτόν», Νόνν.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. το πέος
2. ανατ. η αρχική καταβολή τών έξω γεννητικών οργάνων στο έμβρυο, αλλ. γεννητικό φύμα
3. (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στη τάξη φαλλώδη
4. (στην θεωρία τής ψυχανάλυσης) το σημαίνον τής ασυνείδητης επιθυμίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου (όπως φαίνεται τόσο από τον φωνηεντισμό -α- όσο και από το διπλό σύμφωνο τού τ.), η οποία ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι» (πρβλ. αρχ. ιρλδ. ball «μέλος τού σώματος», γερμ. διαλ. bille «πέος») και συνδέεται με τον τ. βαλλίον «πέος, φαλλός», λ. πιθ. θρακοφρυγικής προέλευσης, ο οποίος ανήκει στην ίδια οικογένεια. Ο τ. φαλλός έχει σχηματιστεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, από τ. *bhļ-y-o, από ένα θ. σε -ι-: *bhļ-i-. Η αναγωγή τής λ. φαλλός σε τ. *bhļ-no- με επίθημα -no- (στην οποία θα οδηγούσαν πιθ. οι συγγενείς τ. Φαλλήν, φάλλαινα [Ι] που εμφανίζουν -ν-) δεν θεωρείται πιθανή λόγω τού ότι στην περίπτωση αυτή ενός τ. *φαλ-νός είτε θα έπρεπε να υπάρχουν διαφορετικοί διαλεκτικοί τ. φαλλός, *φᾱλος, ως προϊόντα τής αντέκτασης (πρβλ. *σταλ-να > στᾱλᾱ) είτε θα έπρεπε να δεχθούμε μια αφομοίωση τού -λν- σε -λλ- (πρβλ. ὄλλυμι < ὄλ-νυ-μι), η οποία, όμως, είναι σχετικά νεώτερο φαινόμενο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαλλός — membrum virile masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλός — ο 1. ομοίωμα αντρικού γεννητικού οργάνου από ξύλο συκιάς ή από δέρμα ζώου ή από πηλό, που το περιέφεραν σε πομπή οι οργιαστές στις βακχικές γιορτές ως σύμβολο παραγωγής και γονιμότητας. 2. (ιατρ.), η αρχική καταβολή των εξωτερικών γεννητικών… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαλλοῖς — φαλλός membrum virile masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλοῖσι — φαλλός membrum virile masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλοί — φαλλός membrum virile masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλοῦ — φαλλός membrum virile masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλούς — φαλλός membrum virile masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλέ — φαλλός membrum virile masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλῶ — φαλλός membrum virile masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλῷ — φαλλός membrum virile masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”